λούπης

λούπης
Επώνυμο οικογένειας (αδελφών) αγωνιστών του 1821 από την Κρήτη. 1. Γεώργιος (Σκορδαλού Κυδωνίας 1790 – 1858). Συμμετείχε σε πολλές επιχειρήσεις σε όλη την Κρήτη και διακρίθηκε για την ανδρεία του ως οπλαρχηγός της επαρχίας του. Μετά το τέλος της επανάστασης του 1830, επειδή η Κρήτη παρέμεινε υπόδουλη, ο Λ. δέχτηκε τα κτήματα που του παραχώρησε η ελληνική κυβέρνηση ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του και εγκαταστάθηκε στους Μολάους της Λακωνίας, όπου όμως δολοφονήθηκε. 2. Νικόλαος (; – Μολάους Λακωνίας 1864). Συμμετείχε ως οπλαρχηγός σχεδόν σε όλες τις επιχειρήσεις του Κρητικού αγώνα (1821-30) και μετά το τέλος του εγκαταστάθηκε επίσης στους Μολάους της Λακωνίας, όπου του δόθηκαν κτήματα για την προσφορά του στους εθνικούς αγώνες. Επέστρεψε στην Κρήτη και συμμετείχε στην επανάσταση του 1841 ως οπλαρχηγός. Μετά το τέλος της επέστρεψε στους Μολάους.
* * *
ο (AM λούπης, Μ και λοῡπος)
το αρπακτικό πτηνό ικτίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λούπης — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοῦπα — λούπης masc voc sg λούπης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λοῦπαν — λούπης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπην — λούπης masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπου — λούπης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπα — λούπᾱ , λούπης masc nom/voc/acc dual λούπᾱ , λούπης masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούπας — λούπᾱς , λούπης masc acc pl λούπᾱς , λούπης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λούππις — λοῡππις (Α) το αρπακτικό πτηνό ικτίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού λούπης*, άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • λούπαν — λούπᾱν , λούπης masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”